τεαῖσι

τεαῖσι
τεός
fem dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”